Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Χιτλερ - Ποιος ήταν και τι σήμαινε Αντίσταση σ'αυτόν

Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Για την αγάπη της ζωης
Κεφάλαιο: 6 - Χιτλερ - Ποιος ήταν και τι σήμαινε Αντίσταση σ'αυτόν

(Απόσπασμα)

ΣΟΥΛΤΣ: Μια τελευταία ερώτηση που θα επαναλάβει και θα συνοψίσει πολλά απ' όσα συζητήσαμε ως τώρα. Αντίσταση είναι μια ονομασία για ένα υψηλό είδος δράσης, για το οποίο πρέπει να εκπαιδευτούμε. Αλλά όταν πρόκειται για κοινωνικά και πολιτικά θέματα, συχνά συναντάμε, για κάποιους λόγους, την παθητικότητα, την έλλειψη ενδιαφέροντος, τη μοιρολατρία, μια αίσθηση αδυναμίας και «αρνήσεις», μεγάλες και μικρές, αρνήσεις να δεχτούν οι άνθρωποι κινδύνους κι ευθύνες, αρνήσεις να αποφασίσουν, φοβούμενοι μήπως προκαλέσουν «ενοχή». Δυστυχώς, δεν έχουμε τώρα το χρόνο ή και το χώρο για να εξετάσουμε λεπτομερειακά αυτά τα αίτια. Θα ήμουν, όμως, ευγνώμων αν μπορούσατε να σχολιάσετε με συντομία το ζήτημα του πότε και πού πρέπει ν' αρχίζει η αντίσταση, ώστε να μπορεί να έχει αποτέλεσμα πολύ πριν φτάσουμε στην αναγκαιότητα της δολοφονίας.


ΦΡΟΜ: Αν αρχίσετε την αντίσταση σας σ' ένα Χίτλερ μόνον αφού αυτός έχει κερδίσει τη νίκη του, τότε έχετε χάσει πριν ακόμα αρχίσετε. Διότι για να προβάλεις αντίσταση, πρέπει να έχεις έναν εσωτερικό πυρήνα, μια πεποίθηση. Πρέπει να έχεις πίστη στον εαυτό σου, να μπορείς να σκέφτεσαι κριτικά, να είσαι ανεξάρτητο ανθρώπινο ον, άνθρωπος και όχι πρόβατο. Για να φτάσεις σ' αυτό, για να μάθεις την «τέχνη να ζεις και να πεθαίνεις», χρειάζεται πολλή προσπάθεια, υπομονή, εξάσκηση. Είσαι υποχρεωμένος να μαθητέψεις γι' αυτό, όπως και για κάθε άλλη ειδίκευση. Όποιος δώσει στην εξέλιξη του αυτή την κατεύθυνση, θα αναπτύξει και την ικανότητα να γνωρίζει τι είναι καλό —ή κακό— για τον ίδιο και για τους άλλους, καλό ή κακό γι' αυτόν σαν ανθρώπινο ον, όχι καλό ή κακό για την επιτυχία του, για την απόκτηση δύναμης ή πραγμάτων.


Η δομή του εγκεφάλου μας μας επιτρέπει να κάνουμε κάτι μοναδικό: Μπορούμε να ορίσουμε τους καλύτερους σκοπούς μας και να βάλουμε τα συναισθήματα μας στην υπηρεσία αυτών των σκοπών. Όποιος ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, θα μάθει να αντιστέκεται όχι μόνο στις μεγάλες τυραννίες. σαν του Χίτλερ, αλλά και στις μικρές «τυραννίες», τις έρπουσες, τις σερνόμενες τυραννίες της γραφειοκρατίας και της αλλοτρίωσης στην καθημερινή ζωή. Αυτό το είδος αντίστασης είναι πιο δύσκολο σήμερα παρά ποτέ πριν, διότι η συνολική κοινωνική δομή μας γεννάει αυτές τις τυραννίες. Στη δομή αυτή, ο άνθρωπος υποβιβάζεται όλο και πιο πολύ σ' ένα μηδενικό, σ' ένα δόντι γραναζιού, σ' ένα μικρό ρόλο στο γραφειοκρατικό σενάριο. Δεν είναι αναγκασμένος να παίρνει κάποιαν απόφαση, να αναλαμβάνει κάποια ευθύνη. Κατά κανόνα, κάνει μόνο όσα του προσδιορίζει η γραφειοκρατική μηχανή. Σκέφτεται, νιώθει και διαμορφώνει τη ζωή του όλο και πιο λίγο. Τα μόνα πράγματα που σκέφτεται, είναι προϊόντα του εγωισμού του και σχετίζονται με ερωτήματα όπως: Πώς μπορώ ν' ανέβω; Πώς μπορώ να κερδίσω πιο πολλά χρήματα; Πώς μπορώ να είμαι πιο υγιής; Δε ρωτάει: Τι είναι καλό για μένα σαν άνθρωπο; Τι είναι καλό για μας σαν πόλη; Για τους Έλληνες, και στην κλασική παράδοση, αυτά ήταν τα μεγάλα ερωτήματα που προσπαθούσε να λύσει η σκέψη, η σκέψη όχι σαν εργαλείο για την αύξηση του ελέγχου πάνω στη φύση, αλλά η σκέψη σαν εργαλείο για την απάντηση στο ερώτημα: Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος ζωής; Τι βοηθάει την ανθρώπινη ωρίμανση, το ξεδίπλωμα των καλύτερων δυνάμεων μας;


Η πλατιά διαδεδομένη παθητικότητα, η έλλειψη συμμετοχής στις αποφάσεις που επηρεάζουν την προσωπική μας ζωή και τη ζωή της κοινωνίας μας —αυτό είναι το έδαφος όπου μπορούν να αναπτυχθούν ο φασισμός ή παρόμοια κινήματα, που συνήθως τους βρίσκουμε ονόματα μόνον αφού γίνουν γεγονότα.

Έχεις / Είσαι - Αγάπη

Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου προτείνω την ανάγνωση του προηγούμενου post:
http://reading-erich-fromm.blogspot.com/2008/12/blog-post_8966.html


Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Να Έχεις ή να Είσαι;
Κεφάλαιο: ΙΙ - Το Έχειν και το Είναι στην καθημερινή Εμπειρία
Παράγραφος: Αγάπη
(Απόσπασμα)

Η αγάπη έχει και αυτή δύο έννοιες ανάλογα αν τη χρησιμοποιούμε με βάση το 'έχειν ή το είναι.

Μπορεί κανείς να έχει αγάπη; Αν ήταν στο χέρι μας, θα μετατρέπαμε την αγάπη σε πράγμα, σε κάτι πού θα μπορούσαμε να κατέχουμε. Ή αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν «αγάπη». Ή «αγάπη» είναι κάτι το αφηρημένο, Ίσως μια θεά ή ένα ξωτικό, αν και κανείς δεν έχει ποτέ δει αυτή τη θεά. στην πραγματικότητα, αυτό πού υπάρχει είναι μόνο η πράξη τής αγάπης. το ν' αγαπά κανείς, είναι μια παραγωγική δραστηριότητα. Κλείνει μέσα της τη φροντίδα, τη γνώση, την ανταπόκριση, τη βεβαίωση, την απόλαυση πού προσφέρουν ένα πρόσωπο, ένα δέντρο, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια ιδέα. Σημαίνει, να φέρεις κάτι σε ζωή, μεγαλώνοντας τη ζωντάνια του/της/του. Είναι μια λειτουργία πού ανανεώνει και δίνει διαστάσεις στον ίδιο μας τον εαυτό.

Όταν η αγάπη βιώνεται με βάση το εχειν, κλείνει μέσα της τον περιορισμό, τη φυλάκιση, τον έλεγχο του αντικειμένου πού κάποιος «αγαπάει». Στραγγαλίζει, νεκρώνει, πνίγει, σκοτώνει, στερεί τη ζωή. Αυτό πού οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, είναι μια κακή χρήση τής λέξης, πού κρύβει την πραγματικότητα: άτι δεν αγαπούν. Πόσοι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους είναι ακόμα συζητήσιμο. ο Lloyd de Mause αποκάλυψε ότι μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια της Ιστορίας της Δύσης, έχουν αναφερθεί τόσο τρομακτικές πράξεις σκληρότητας ενάντια σε παιδιά - φυσικά και ψυχικά μαρτύρια, αδιαφορία, ωμή κτητικότητα και σαδισμός - πού θα έπρεπε κανείς να πιστέψει ότι οι φιλόστοργοι γονείς είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους γάμους. ο γάμος μπορεί να στηρίζεται είτε στην αγάπη είτε — όπως συνέβαινε στους παραδοσιακούς γάμους στο παρελθόν - στην κοινωνική συμβατικότητα και συνήθεια: και στη μια και στην άλλη περίπτωση το ζευγάρι πού πραγματικά αγαπιέται, μοιάζει να είναι η εξαίρεση. Η κοινωνική συμβατικότητα, η συνήθεια, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα, το ενδιαφέρον για τα παιδιά, η αμοιβαία εξάρτηση, το μίσος ή ο φόβος, όλα αυτά βιώνονται συνειδητά σαν «αγάπη». Κι έρχεται μια στιγμή, πού ο ένας ή και οι δυο σύζυγοι ανακαλύπτουν ότι δεν αγαπιούνται, ότι ποτέ δεν είχαν αγαπηθεί. Σήμερα βλέπουμε κάποια πρόοδο σ' αυτό τον τομέα: οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο ρεαλιστές, πιο συνετοί και πολλοί καταλαβαίνουν ότι ούτε μια σεξουαλική έλξη σημαίνει αγάπη, ούτε μια φιλική, όχι πολύ στενή, ομαδική σχέση είναι έκφραση αγάπης. Αυτή η καινούργια θέση έχει σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη εντιμότητα στις σχέσεις - καθώς και πιο συχνή αλλαγή συντρόφων. δεν οδήγησε όμως αναγκαστικά σε μεγαλύτερη συχνότητα αγάπης, και οι καινούργιοι σύντροφοι μπορεί ν' αγαπιούνται τόσο λίγο όσο και οι παλιοί.

Στη διάρκεια τής γνωριμίας ενός ζευγαριού, κανένας από τους δύο δεν είναι σίγουρος για τον άλλο, αλλά προσπαθούν ο ένας να κερδίσει τον άλλο. και οι δύο είναι ελκυστικοί, ζωντανοί, γεμάτοι ενδιαφέρον, ακόμα και όμορφοι, η ζωντάνια πάντα κάνει ένα πρόσωπο όμορφο. Κανένας δεν έχει ακόμα τον άλλο. Έτσι, όλη τους η ενέργεια διοχετεύεται στο να είναι, δηλαδή στο να δώσουν και να κινήσουν το ενδιαφέρον τού άλλου.

Ο γάμος συχνά αλλάζει ριζικά την κατάσταση. Το συμβόλαιο τού γάμου δίνει σε κάθε σύντροφο την αποκλειστική κατοχή τού σώματος, των αισθημάτων και τής φροντίδας τού άλλου. Τώρα δε χρειάζεται πια να κερδηθεί κανείς, γιατί η αγάπη έχει γίνει κάτι πού το έχουν και οι δύο, μια ιδιοκτησία. Παύουν να προσπαθούν να γίνουν αξιαγάπητοι και να δώσουν αγάπη: έτσι, γίνονται πληκτικοί και η ομορφιά τους εξαφανίζεται. Απογοητεύονται, νιώθουν μπλεγμένοι. δεν είναι πια τα ίδια πρόσωπα; Έκαναν λάθος; Συνήθως, ο καθένας αναζητάει την αιτία της αλλαγής στον άλλο και νιώθει εξαπατημένος. Εκείνο πού δε βλέπουν είναι ότι δεν είναι πια οι άνθρωποι πού ήταν τον καιρό πού ο ένας αγαπούσε τον άλλο. το λάθος τους να πιστέψουν ότι μπορεί κανείς να έχει αγάπη, τους έκανε να πάψουν ν' αγαπιούνται. Τώρα, αντί γι' αγάπη, συμβιβάζονται με την κατοχή των όσων έχουν: χρήματα, κοινωνική θέση, σπίτι, παιδιά. Έτσι, σε μερικές περιπτώσεις, ο γάμος πού βασίστηκε στην αγάπη, αλλάζει και γίνεται μια φιλική κοινοκτημοσύνη, μια εταιρία, όπου τα δύο εγώ φτιάχνουν ένα: αυτό τής «οικογένειας».

Έχεις / Είσαι - Συζήτηση & Ανάγνωση

Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου προτείνω την ανάγνωση του προηγούμενου post:
http://reading-erich-fromm.blogspot.com/2008/12/blog-post_8966.html

Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Να Έχεις ή να Είσαι;
Κεφάλαιο: ΙΙ - Το Έχειν και το Είναι στην καθημερινή Εμπειρία
Παράγραφος: Συζήτηση & Ανάγνωση


Συζήτηση

Η διαφορά έχειν και είναι, μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή μέσα από δύο τυπικά παραδείγματα συζητήσεων. "Ας φανταστούμε μια τυπική συζήτηση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, όπου ο Α έχει τη γνώμη Χ και ο Β τη γνώμη Ψ. ο καθένας από τους δυο ταυτίζεται με τη δική του γνώμη. Αυτό που ενδιαφέρει και τους δυο είναι να βρουν καλύτερα, δηλαδή πιο λογικά επιχειρήματα, για να υποστηρίξουν τη γνώμη τους.

Κανένας από τους δύο δεν έχει τη διάθεση ν' αλλάξει τη γνώμη του αντιπάλου του. Ο καθένας από τους δύο φοβάται ν' αλλάξει τη γνώμη του, ακριβώς γιατί αυτή του ανήκει, κι επομένως η απώλεια της θα σήμαινε ένα είδος φτώχειας.

Η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική σε μια συζήτηση που δεν ξεκινά σαν αντιπαράθεση ιδεών. Και ποιος δεν έχει συναντήσει κάποιο πρόσωπο πού διακρίνεται για τη θέση ή τη φήμη του ή ακόμα για τα αληθινά του χαρίσματα; Η ακόμα ένα πρόσωπο που του ζητάμε κάτι: μια καλή δουλειά ή αγάπη ή θαυμασμό; Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι διακατέχονται από άγχος και συχνά «προετοιμάζονται» για τη σημαντική αυτή συνάντηση. Σκέφτονται θέματα που μπορεί να ενδιαφέρουν τον άλλον. Σκέφτονται από πριν πως θα μπορούσαν ν' αρχίσουν τη συζήτηση. Μερικοί μάλιστα την προσχεδιάζουν ολόκληρη τουλάχιστο σ' οτι αφορά τη δική τους συμμετοχή. Ή προσπαθούν ν' ανυψώσουν το ηθικό τους με το να σκέφτονται τα προσόντα που έχουν: τις περασμένες τους επιτυχίες, τη γοητευτική τους προσωπικότητα (ή την επιβλητική τους προσωπικότητα, αν αυτός ο ρόλος είναι πιο αποτελεσματικός), την κοινωνική τους θέση, τις σχέσεις τους, την εμφάνιση τους, το ντύσιμο τους. Με λίγα λόγια ζυγίζουν νοερά την αξία τους και βασισμένοι σ' αυτή την αξιολόγηση προβάλλουν τα προσόντα τους

Στη συζήτηση που πρόκειται να γίνει, το άτομο που είναι πολύ καλό σ' αυτό το παιχνίδι, μπορεί πραγματικά να εντυπωσιάσει πολλούς ανθρώπους, αν και η εντύπωση που δημιουργείται οφείλεται κατά ένα μέρος στην παράσταση που δίνει το άτομο, και περισσότερο στην αδυναμία κριτικής των ανθρώπων. Αν ο άνθρωπος που δίνει την παράσταση δεν είναι τόσο έξυπνος, η παράσταση θα φανεί άψυχη, ψεύτικη και ανιαρή.

Η αντίθετη περίπτωση είναι οι άνθρωποι που δεν προετοιμάζονται ν' αντιμετωπίσουν μια κατάσταση, ούτε προσπαθούν ν' ανυψώσουν τον εαυτό τους με οποιοδήποτε τρόπο. Απαντούν αυθόρμητα και παραγωγικά. Ξεχνούν τα πάντα για τον εαυτό τους, τις γνώσεις και τις θέσεις που κατέχουν. Το εγώ τους δε στέκεται εμπόδιο στο δρόμο τους, και γιαυτό ακριβώς μπορούν ν' ανταποκριθούν με πληρότητα στις ιδέες των άλλων ανθρώπων. Γεννούν νέες ιδέες, γιατί δεν είναι προσκολλημένοι σε τίποτα κι έτσι μπορούν να είναι παραγωγικοί (νοητικά). Ενώ τα άτομα με την τάση του έχειν στηρίζονται σ' αυτά που έχουν, τα άτομα με την τάση του είναι στηρίζονται σ' αυτό πού είναι: στο γεγονός ότι είναι ζωντανοί και στην πεποίθηση ότι κάτι καινούργιο θα γεννηθεί, αν έχουν το κουράγιο να προχωρήσουν και ν' ανταποκριθούν στις διάφορες καταστάσεις. Είναι ολοζώντανοι στις συζητήσεις, γιατί δεν είναι αγχωτικά προσκολλημένοι σ' αυτά πού έχουν. Η ζωντάνια τους είναι μεταδοτική και μπορεί να βοηθήσει πολλές φορές και το άλλο άτομο να ξεπεράσει την εγωκεντρικότητά του. Έτσι, η συζήτηση παύει να είναι μια απλή ανταλλαγή προϊόντων (πληροφορίες, γνώσεις, κοινωνική θέση) κι αρχίζει ένας διάλογος, όπου πια δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο. Οι μονομάχοι αρχίζουν το παιχνίδι, και μετά δεν αποχωρίζονται με θρίαμβο ή λύπη — πού και τα δύο είναι άγονα συναισθήματα - αλλά με χαρά. (ο βασικός παράγοντας σε μια ψυχαναλυτική θεραπεία είναι η ζωντάνια του θεραπευτή. Όποια κι αν είναι η ψυχαναλυτική ερμηνεία, δε θα φέρει κανένα αποτέλεσμα, αν η θεραπευτική ατμόσφαιρα είναι βαριά, άψυχη και βαρετή).







Ανάγνωση

Αυτό που ισχύει για μια συζήτηση, ισχύει επίσης και για την ανάγνωση που είναι — ή θα 'πρεπε να είναι — ένα είδος συζήτησης ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη. Βέβαια, στο διάβασμα (όπως και στην προσωπική συζήτηση), αυτός που το έργο του διαβάζω (ή αυτός που συζητάω) είναι σημαντικός. Το διάβασμα ενός άτεχνου, φτηνού διηγήματος αποτελεί ένα είδος φαντασίωσης. Δεν επιτρέπει την παραγωγική ανταπόκριση. Το κείμενο καταβροχθίζεται σαν το πρόγραμμα της τηλεόρασης ή σαν τα τσιπς πού τρώει κανείς όταν παρακολουθεί τηλεόραση. Άλλα ένα μυθιστόρημα - π.χ. του Balzac - μπορεί να διαβαστεί παραγωγικά γιατί απαιτεί εσωτερική συμμετοχή. Διαβάζεται με βάση το είναι. Τις περισσότερες όμως φορές, το βιβλίο διαβάζεται με βάση το έχειν - καταναλωτικά. Η περιέργεια των αναγνωστών καθώς προχωρούν στο διάβασμα μεγαλώνει και θέλουν να δούνε τι συμβαίνει παρακάτω στην ιστορία: αν α ήρωας ζει ή πεθαίνει, αν η ηρωίδα βιάζεται η αντιστέκεται. Θέλουν να μάθουν την απάντηση. Το διήγημα είναι γι' αυτούς ένα είδος παιχνιδιού που θα τους ερεθίσει. Το ευχάριστο ή δυσάρεστο τέλος αποτελεί το αποκορύφωμα της εμπειρίας τους. Όταν μάθουν το τέλος, τότε κατέχουν ολόκληρη την ιστορία, που τη νιώθουν τόσο πραγματική, σα να την έχουν ζήσει. Άλλα δεν έχουν με κανένα τρόπο πλατύνει τη γνώση τους. Δεν έχουν στην πραγματικότητα καταλάβει τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, ούτε έχουν εμβαθύνει στην ανθρώπινη φύση, ούτε έχουν κερδίσει καμιά γνώση για τον εαυτό τους.

Ό τρόπος αυτός ανάγνωσης είναι ίδιος ακόμα και σε βιβλία που το θέμα τους είναι φιλοσοφικό ή ιστορικό. Ό τρόπος πού διαβάζει κανείς ένα βιβλίο ιστορίας ή φιλοσοφίας διαμορφώνεται - ή καλύτερα παραμορφώνεται - από την παιδεία. Ο στόχος του σχολείου είναι να δώσει στο σπουδαστή ένα συγκεκριμένο ποσό «πολιτιστικής περιουσίας» και στο τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας βεβαιώνει ότι οι σπουδαστές έχουν τουλάχιστον αποκτησεί ένα μίνιμουμ ποσό γνώσης. Οι σπουδαστές διδάσκονται να διαβάζουν ένα βιβλίο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να επαναλάβουν τις βασικές σκέψεις του συγγραφέα. Αυτός είναι ο τρόπος που «ξέρουν» τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Descartes τον Spinoza, τον Leibniz, τον Kant, τον Heidegger, τον Sartre. Η διαφορά ανάμεσα στα διάφορα εκπαιδευτικά επίπεδα, οπό το γυμνάσιο μέχρι το πανεπιστήμιο, βρίσκεται βασικά στο ποσό της πολιτιστικής περιουσίας που παρέχεται και που αναλογεί περίπου στο ποσό της υλικής περιουσίας, που οι σπουδαστές περιμένουν ν' αποκτήσουν αργότερα στη ζωή τους.

Οι αποκαλούμενοι λαμπροί σπουδαστές είναι αυτοί που μπορούν να επαναλάβουν, με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, τα λόγια και τις σκέψεις των διαφόρων φιλοσόφων. Μοιάζουν με καλοπληροφορημένο ξεναγό σε μουσείο. Αυτό όμως που δεν μαθαίνουν είναι το τι υπάρχει πέρα απ' αυτό το είδος της κτητικής γνώσης. Δε μαθαίνουν ν' αμφισβητούν τούς φιλόσοφους, να συζητούν μαζί τους. Δε μαθαίνουν να συλλαμβάνουν τις αντιθέσεις των ίδιων των φιλοσόφων ή γιατί αυτοί δεν ασχολούνται με ορισμένα προβλήματα ή γιατί αποφεύγουν ορισμένα θέματα. Δε μαθαίνουν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στο τι ήταν καινούργιο και στο τι οι συγγραφείς αναπόφευκτα θα σκεφτόντουσαν και θα έγραφαν, σύμφωνα με την «κοινή λογική» της εποχής τους. Δε μαθαίνουν ν' ακούνε έτσι ώστε να καταλαβαίνουν πότε οι συγγραφείς μιλάνε μόνο με το μυαλό τους και πότε με το μυαλό και την καρδιά μαζί. Δε μαθαίνουν ν' ανακαλύψουν αν οι συγγραφείς είναι αυθεντικοί ή ψεύτικοι και πολλά άλλα πράγματα.

Οι αναγνώστες, όμως, που διαβάζουν ουσιαστικά ένα βιβλίο πολύ συχνά μπορεί να καταλήξουν ότι ένα πολυβραβευμένο βιβλίο δεν έχει καμιά ή έχει περιορισμένη μόνο αξία. Ή ακόμα μπορεί να έχουν καταλάβει σε βάθος ένα βιβλίο, καμιά φορά καλύτερα και από τον ίδιο το συγγραφέα, που μπορεί να θεωρούσε όλα αυτά πού έγραφε εξίσου σημαντικά.

Έχεις / Είσαι - Κατοχή και Κατανάλωση

Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου προτείνω την ανάγνωση του προηγούμενου post:
http://reading-erich-fromm.blogspot.com/2008/12/blog-post_8966.html

Συγγραφέας: Erich Fromn
Βιβλίο: Να Έχεις ή να Είσαι;
Κεφάλαιο: Ι - Μια Πρώτη Ματιά
Παράγραφος: Κατοχή και Κατανάλωση

Πριν συζητήσουμε μερικά απλά παραδείγματα των δύο τρόπων ύπαρξης, με βάση το έχειν και με βάση το είναι, πρέπει ν' αναφερθούμε σε μια άλλη μορφή εκδήλωσης του έχειν: την ενσωμάτωση. Η ενσωμάτωση ενός πράγματος τρώγοντας το ή πίνοντας το αποτελεί έναν αρχαϊκό τρόπο απόκτησης του. Σε κάποια στιγμή της ανάπτυξης του, το νήπιο εκδηλώνει την τάση να βάζει στο στόμα του τα πράγματα που θέλει. Αυτός είναι ο νηπιακός τρόπος απόκτησης πραγμάτων, όταν η σωματική ανάπτυξη του παιδιού δεν του επιτρέπει ακόμα να ελέγχει διαφορετικά την ιδιοκτησία του. Βρίσκουμε επίσης την ίδια σχέση ενσωμάτωσης και κτήσης σε πολλές μορφές κανιβαλισμού. Για παράδειγμα: τρώγοντας κάποιον άλλο άνθρωπο, αποκτώ τη δύναμη του (έτσι ο κανιβαλισμός μπορεί να θεωρηθεί το μαγικό ισοδύναμο της απόκτησης σκλάβων, φιλοσοφία του δικού μας πολιτισμού). Τρώγοντας την καρδιά ενός γενναίου άντρα, αποκτώ το θάρρος του. Τρώγοντας ένα ιερό ζώο, αποκτώ τη θεϊκή ουσία που συμβολίζει το ζώο.

Βέβαια, τα περισσότερα πράγματα δε μπορούν να ενσωματωθούν στην κυριολεξία (και ακόμα και να μπορούσαν, πάλι θα χάνονταν μέσα στη διαδικασία της αποβολής τους από το σώμα). Υπάρχει όμως, επίσης, η συμβολική και η μαγική ενσωμάτωση. "Αν πιστεύω ότι έχω ενσωματώσει την εικόνα ενός θεού ή ενός πατέρα ή ενός ζώου, η εικόνα αυτή δε μπορεί ποτέ πια ούτε ν' αποσπαστεί, ούτε ν' αποβληθεί από μένα. Καταπίνω το αντικείμενο συμβολικά και πιστεύω στη συμβολική παρουσία του μέσα μου. Μ' αυτό τον τρόπο εξήγησε ό Freud το υπερεγώ: το εσωτερικευμένο σύνολο των πατρικών απαγορεύσεων και διαταγών. Μια εξουσία, ένας θεσμός, μια ιδέα, μια εικόνα, μπορούν να εσωτερικευθούν με τον ίδιο τρόπο: τις κατέχω αιώνια προστατευμένες μέσα στα έντερα μου. (Ή «εσωτερίκευση» και η «ταυτότητα» χρησιμοποιούνται συχνά σαν συνώνυμα, αλλά είναι δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα αν αυτές οι διαδικασίες είναι πραγματικά ίδιες. Πάντως, η «ταυτότητα» δεν θα 'πρεπε να χρησιμοποιείται απερίσκεπτα, όταν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε στη θέση της την μίμηση ή την υποταγή).

Υπάρχουν πολλά ακόμα είδη ενσωμάτωσης, που δεν έχουν σχέση με φυσιολογικές ανάγκες και επομένως είναι απεριόριστα. Μέσα στον καταναλωτισμό υπάρχει η τάση για το καταβρόχθισμα ολόκληρου του κόσμου. Ο καταναλωτής είναι το αιώνιο βρέφος που κλαίει για το μπουκάλι του. Αυτό γίνεται φανερό σε παθολογικές καταστάσεις, όπως είναι ο αλκοολισμός και η συνεχής χρήση ναρκωτικών. Δεν θ' ασχοληθούμε μ' αυτές τις καταστάσεις, γιατί τ' αποτελέσματα τους είναι αναπόσπαστα από τις κοινωνικές υποχρεώσεις του ατόμου. Το ψυχαναγκαστικό κάπνισμα δεν απαγορεύεται — αν και δεν κάνει μικρότερο κακό από τον αλκοολισμό ή τα ναρκωτικά - γιατί δεν έχει επίδραση στις κοινωνικές λειτουργίες του ατόμου, παρά «μόνο» ίσως στη διάρκεια της ζωής του.

Πιο κάτω σ' αυτό το βιβλίο, γίνεται μια πιο εκτεταμένη συζήτηση πάνω στα διάφορα είδη του καθημερινού καταναλωτισμού. Αυτό που μπορώ να παρατηρήσω εδώ, είναι ότι, όσο άφορα τον ελεύθερο χρόνο, τα αυτοκίνητα, την τηλεόραση, τα ταξίδια και το σεξ αποτελούν τα κύρια αντικείμενα του σύγχρονου καταναλωτισμού. Αντί λοιπόν να τα θεωρούμε δραστηριότητες-ελεύθερου χρόνου, καλύτερα θα ήταν να τ' αποκαλούσαμε παθητικότητα-ελεύθερου χρόνου.

Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι η κατανάλωση είναι μια από τις μορφές του έχειν, και ίσως η πιο σημαντική για τη σημερινή βιομηχανική κοινωνία της αφθονίας. Η κατανάλωση έχει διφορούμενες ιδιότητες. Ελαττώνει το άγχος, γιατί κανείς δεν μπορεί να μας πάρει αυτά που κατέχουμε. Απαιτεί όμως να καταναλώνουμε όλο και περισσότερα αγαθά, γιατί η ικανοποίηση που μας δίνει η προηγούμενη καταναλωτική μας δραστηριότητα γρήγορα εξαφανίζεται. Οι σύγχρονοι καταναλωτές μπορούν ν αναγνωρίσουν τούς εαυτούς τους μέσα στη φόρμουλα: είμαι ότι έχω και ότι καταναλώνω.

Έχεις / Είσαι - Προέλευση των Όρων

Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Να Έχεις ή να Είσαι;
Κεφάλαιο: Ι - Μια Πρώτη Ματιά
Παράγραφος: Προέλευση των Όρων

(Απόσπασμα)

Το έχω είναι μια απατηλά απλή έννοια. Κάθε άνθρωπος έχει κάτι: ένα σώμα, ρούχα, καταφύγιο - μέχρι το σημερινό άντρα ή γυναίκα που έχουν αυτοκίνητο, τηλεόραση, πλυντήριο κλπ. να ζεις χωρίς να έχεις τίποτα, είναι ουσιαστικά αδύνατο. Γιατί λοιπόν το έχειν αποτελεί πρόβλημα; Η γλωσσολογική ιστορία του ρήματος έχω αποδεικνύει ότι η λέξη αυτή είναι πραγματικά ένα πρόβλημα. Αυτοί που πιστεύουν ότι η κατοχή είναι η πιο φυσική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, μπορεί να εκπλαγούν αν μάθουν ότι πολλές γλώσσες δεν έχουν λέξη για το έχω. Στα εβραϊκά, για παράδειγμα, το έχω εκφράζεται έμμεσα με τη φράση jesh li («είναι για μένα»). Οι γλώσσες που εκφράζουν την κτήση μ' αυτό τον τρόπο κι όχι με το έχω κυριαρχούν. Είναι ενδιαφέρον να δούμε ότι κατά την εξέλιξη πολλών γλωσσών η φράση «είναι δικό μου» αντικαταστάθηκε αργότερα από το ρήμα έχω, αλλά, όπως αναφέρει ο Emile Benveniste, η εξέλιξη αυτή ουδέποτε συνέβηκε αντίστροφα. Το γεγονός αυτό υπονοεί ότι το ρήμα έχω εξελίχτηκε παράλληλα με την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας και είναι ανύπαρκτο σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί η λειτουργική ιδιοκτησία, δηλαδή η κτήση πραγμάτων για συγκεκριμένη χρήση. Άλλες κοινωνιογλωσσολογίκες μελέτες μπορούν ν' αποδείξουν αν, και σε ποιο βαθμό, ευσταθεί αυτή ή υπόθεση.

Η μελέτη του Benveniste ρίχνει καινούργιο φως στην έννοια του είμαι, σαν ρήματος με δική του αυτοτέλεια κι όχι σαν συνδετικού. Το είμαι στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζεται με τη ρίζα es, που σημαίνει υπάρχω, υφίσταμαι μέσα στην πραγματικότητα». Η ύπαρξη και η πραγματικότητα προσδιορίζονται σαν κάτι το «αυθεντικό, το μόνιμο, το αληθινό». Το είμαι σημαίνει ετυμολογικά κάτι περισσότερο από μια δήλωση ταυτότητας ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο. Σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα περιγραφικό όρο ενός φαινομένου. Δηλώνει την πραγματικότητα της ύπαρξης αυτού (άνθρωπου ή πράγματος) που είναι. Δηλώνει την αλήθεια και την αυθεντικότητα του/της/του. Όταν λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι, αναφερόμαστε στην ουσία του άνθρωπου ή του πράγματος και όχι στην εμφάνιση του/της/του.


Η προκαταρκτική έρευνα της έννοιας των ρημάτων έχω και είμαι οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα:

(1) Όταν χρησιμοποιώ τα ρήματα είμαι ή έχω, δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένες ιδιότητες ενός υποκειμένου, όπως δείχνουν οι φράσεις: «έχω αυτοκίνητο» ή «είμαι λευκός» ή «είμαι ευτυχισμένος». Αναφέρομαι σε δύο βασικούς τρόπους ύπαρξης, σε δύο διαφορετικές στάσεις απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μου και τον κόσμο, σε δύο διαφορετικά είδη χαρακτηροδομής. Η υπεροχή του ενός από τους δύο τρόπους καθορίζει την ολότητα της σκέψης, του συναισθήματος και της δράσης του άνθρωπου.

(2) Όταν το έχειν καθορίζει τον τρόπο ύπαρξης μου, η σχέση μου με τον υπόλοιπο κόσμο είναι κτητική. Θέλω δηλαδή να κάνω τον καθένα, το καθετί, ακόμα και τον εαυτό μου, ιδιοκτησία μου.

(3) Όσο άφορα το είναι σαν τρόπο ύπαρξης, εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο κατηγορίες. Η μία είναι αντίθετη στο έχειν, όπως αναφέρει ο Du Marais, και δηλώνει ζωντάνια και αυθεντική σχέση με τον κόσμο.
Η άλλη είναι αντίθετη στο φαίνεσθαι και αναφέρεται στην αληθινή φύση και την αληθινή πραγματικότητα ενός άνθρωπου ή πράγματος, σε αντίθεση με μια απατηλή εμφάνιση, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω στην ετυμολογία του είμαι (Benveniste).

Η Εφαρμογή της αγάπης

Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Η Τέχνη της Αγάπης
Κεφάλαιο: Η Εφαρμογή της αγάπης

(Απόσπασμα)

Λιγότερο υπερβολικές – ή iσως μόνο λιγότερο φανερές - αυτές οι παραμορφώσεις της πραγματικότητας παρουσιάζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις. Πόσοι γονείς δεν αντιλαμβάνονται τις αντιδράσεις του παιδιού τους με μέτρο την υπακοή του, την ευχαρίστηση που τους προκαλεί, την πίστωση που αντιπροσωπεύει γι' αυτούς κλπ. αντί να διερευνούν ή έστω να ενδιαφέρονται προσωπικά για το τι νιώθει το παιδί μέσα στον εαυτό του και για τον εαυτό του; Πόσοι σύζυγοι δεν έχουν μια εικόνα της γυναίκας τους σαν εξουσιαστικής επειδή η δική τους προσκόλληση στη μητέρα τους τους κάνει να ερμηνεύουν κάθε απαίτηση σαν περιορισμό της ελευθερίας τους; Πόσες σύζυγοι δεν πιστεύουν για τον άντρα τους ότι είναι άχρηστος και βλάκας, γιατί εκείνος δεν ανταποκρίνεται στη φανταστική εικόνα ενός λαμπρού ιππότη που αυτές είχαν φτιάξει στα παιδικά τους χρόνια;

Η ίδια έλλειψη αντικειμενικότητας παρατηρείται και στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη. Θεωρούμε ότι το έθνος μας αντιπροσωπεύει ότι καλό και ευγενικό, και το ξένο μπορεί σε μια μέρα μέσα ν' αποδειχτεί ότι είναι εχθρικό και διεφθαρμένο. Μ' ένα μέτρο κρίνουμε τις δικές μας ενέργειες, με άλλο τις ενέργειες του ξένου έθνους. Ακόμα κι οι καλές πράξεις του εχθρού κρίνονται σαν δείγμα ιδιαίτερης διαβολικότητας που έχουν σκοπό να εξαπατήσουν κι εμάς και τον κόσμο, ενώ οι δικές μας κακές πράξεις είναι αναγκαίες και δικαιώνονται από τους ευγενικούς σκοπούς που υπηρετούν. Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη όσο και ανάμεσα στα άτομα η αντικειμενικότητα είναι η εξαίρεση και κανόνας είναι η ναρκισσιστική παραμόρφωση της πραγματικότητας.

Η ιδιότητα, το όργανο της αντικειμενικής σκέψης είναι η λογική. Η ψυχική στάση που παρακολουθεί τη λογική είναι η ταπεινοφροσύνη. Το να είσαι αντικειμενικός, να χρησιμοποιείς τη λογική σου, είναι δυνατό μόνο αν έχεις φτάσει σε μια στάση ταπεινοφροσύνης, αν έχεις απελευθερωθεί από τα όνειρα της παντογνωσίας και παντοδυναμίας που έχεις όταν είσαι παιδί.

Στο δικό μας θέμα, αυτό σημαίνει: η αγάπη εξαρτιέται από τη σχετική έλλειψη ναρκισσισμού και απαιτεί την ανάπτυξη της ταπεινοφροσύνης, της αντικειμενικότητας και του λογικού. Όλη μας η ζωή πρέπει ν' αφιερωθεί σ' αυτό το σκοπό. Ταπεινοφροσύνη και αντικειμενικότητα είναι αξεχώριστα, ακριβώς όπως και η αγάπη. Δε μπορώ να είμαι αληθινά αντικειμενικός προς την οικογένεια μου, αν δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός προς τον ξένο, και αντίστροφα. Αν θέλω να μάθω την τέχνη της αγάπης, πρέπει να επιδιώξω την αντικειμενικότητα σε κάθε κατάσταση και να γίνω ευαίσθητος στις καταστάσεις που δεν είμαι αντικειμενικός. Πρέπει να προσπαθήσω να δω τη διαφορά ανάμεσα στην εικόνα που έχω για ένα πρόσωπο και τη συμπεριφορά του, καθώς είναι ναρκισσιστικά αλλοιωμένη, και στην πραγματικότητα τού προσώπου, όπως αυτή υπάρχει ανεξάρτητα από τα δικά μου συμφέροντα, ανάγκες και φόβους. Το να κατακτήσεις την ικανότητα για αντικειμενικότητα και λογική, είναι ο μισός δρόμος για να κατακτήσεις την τέχνη της αγάπης, αλλά πρέπει να κατακτηθεί αυτή η αντικειμενικότητα σε σχέση με όλους εκείνους με τους όποιους έρχεσαι σ' επαφή. Αν θελήσεις να κρατήσεις την αντικειμενικότητα σου μόνο για το αγαπημένο πρόσωπο και νομίζεις ότι δεν σου χρειάζεται αυτή στις σχέσεις σου με τον υπόλοιπο κόσμο, σύντομα θ' ανακαλύψεις ότι αποτυχαίνεις και στο ένα και στο άλλο πεδίο.

Η ικανότητα ν' αγαπάς εξαρτιέται από την ικανότητα σου ν' απελευθερωθείς από το ναρκισσισμό και από την αιμομικτική προσκόλληση στη μητέρα και στη φυλή. Εξαρτιέται από την ικανότητα μας να ωριμάσουμε, να διαμορφώσουμε ένα δημιουργικό προσανατολισμό στις σχέσεις μας με τον κόσμο και με τον εαυτό μας. Αυτή η διαδικασία της απελευθέρωσης, της αναγέννησης, του ξυπνήματος απαιτεί μια ιδιότητα σαν απαραίτητη προϋπόθεση: την πίστη. Η άσκηση της τέχνης της αγάπης απαιτεί την άσκηση
της πίστης.

Τι είναι πίστη; Είναι άραγε αναγκαστικά θέμα πίστης στο θεό ή σε θρησκευτικά δόγματα; Είναι αναγκαστικά αντίθετη και ασυμβίβαστη με τη λογική και την ορθολογική σκέψη; Όμως για ν' αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε το πρόβλημα της πίστης, πρέπει να ξεχωρίσουμε την ορθολογική από την υπέρλογη πίστη. Με την υπέρλογη πίστη εννοώ την πίστη (σ' ένα πρόσωπο ή μια ιδέα) που βασίζεται στην υποταγή σε μια υπέρλογη εξουσία. Αντίθετα, ορθολογική πίστη είναι η πεποίθηση που βασίζεται στην εμπειρία της σκέψης και των αισθημάτων μας. Δεν είναι πρωταρχικά πίστη σε κάτι αλλά η ιδιότητα της βεβαιότητας και σταθερότητας που έχουν οι πεποιθήσεις μας. Πίστη είναι ένα γνώρισμα του χαρακτήρα που διαποτίζει όλη την προσωπικότητα μας κι όχι μια ειδική πίστη.

Η ορθολογική πίστη ριζώνει στη δημιουργική πνευματική και συναισθηματική δραστηριότητα. Στην ορθολογική σκέψη, όπου υποτίθεται ότι η πίστη δεν έχει καμιά θέση, η ορθολογική πίστη είναι ένα σημαντικό στοιχείο. Πώς φτάνει ο επιστήμονας π.χ. σε μια νέα ανακάλυψη; Ξεκινά μήπως κάνοντας συνέχεια πειράματα, συγκεντρώνοντας γεγονότα χωρίς να έχει μια εικόνα, ένα όραμα του τι προσδοκά να βρει; Πολύ σπάνιο να έγινε οποιαδήποτε σπουδαία ανακάλυψη μ' αυτό τον τρόπο. Ούτε ποτέ οι άνθρωποι έφτασαν σε σημαντικά συμπεράσματα ενώ κυνηγούσαν απλώς μια φαντασία. Η διαδικασία της δημιουργικής σκέψης σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης προσπάθειας συχνά ξεκινά μ' αυτό που θα ονομάζαμε «λογικό όραμα» που αποτελεί καθεαυτό προϊόν σημαντικής προηγούμενης μελέτης, βαθιάς σκέψης και παρατήρησης. Όταν ο επιστήμονας κατορθώσει να μαζέψει αρκετά δεδομένα, ή να επεξεργαστεί ένα μαθηματικό τύπο ώστε να κάνει το αρχικό του δράμα αρκετά πιθανό, μπορούμε να πούμε ότι έφτασε σε μια δοκιμαστική υπόθεση. Μια προσεχτική ανάλυση της υπόθεσης αυτής με το σκοπό να διακρίνει τα επακόλουθα της, και η συσσώρευση των δεδομένων που την υποστηρίζουν, οδηγούν σε μια πιο δυνατή υπόθεση και τελικά ίσως στην ένταξη της σε μια πλατύτερης κλίμακας θεωρία.

Σκέψη και κρίση δεν είναι τα μόνα πεδία εμπειρίας όπου εκδηλώνεται η λογική πίστη. Στη σφαίρα των ανθρωπίνων σχέσεων, η πίστη είναι μια απαραίτητη ιδιότητα κάθε σοβαρής αγάπης ή φιλίας. Το να έχεις πίστη σ' ένα άλλο πρόσωπο, σημαίνει να είσαι βέβαιος για το αξιόπιστο και τη σταθερότητα των θεμελιωδών αρχών του, του πυρήνα της προσωπικότητας του, της αγάπης του. Μ' αυτό δεν εννοώ ότι ένα πρόσωπο δε μπορεί ν' αλλάξει γνώμη για οποιοδήποτε ζήτημα, αλλά ότι οι βασικές του κατευθύνσεις παραμένουν ίδιες, ότι π.χ. ο σεβασμός του για την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια είναι μέρος του εαυτού του, χωρίς να υπόκειται σε αλλαγή.

Μ' αυτή την έννοια έχουμε πίστη στον εαυτό μας. Έχουμε συνείδηση της ύπαρξης ενός εγώ, ενός πυρήνα στην προσωπικότητα μας που είναι αμετάβλητος και επιζεί σ' όλη μας τη ζωή σε πείσμα των ποικίλων περιστάσεων και άσχετα με ορισμένες αλλαγές στις γνώμες και τα αισθήματα. Είναι αυτός ο πυρήνας που αποτελεί την πραγματικότητα πίσω από τη λέξη «εγώ», και στον όποιο βασίζεται η πεποίθηση για την ταυτότητα μας.

Αν δεν έχουμε πίστη στη σταθερή παρουσία του εαυτού μας, το αίσθημα της ταυτότητας μας απειλείται και εξαρτιζόμαστε από τους άλλους, που η επιδοκιμασία τους γίνεται τότε η βάση για το αίσθημα της ταυτότητας. Μόνο αυτός που πιστεύει στον εαυτό του μπορεί να είναι πιστός στους άλλους, γιατί μόνο αυτός μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα είναι ίδιος και στο μέλλον όπως και σήμερα, και συνεπώς ότι θα νιώθει και θα ενεργεί όπως σήμερα. Πίστη στον εαυτό μας είναι η προϋπόθεση για την ικανότητα μας να δίνουμε υποσχέσεις, και εφόσον, όπως είπε ο Νίτσε, ο άνθρωπος καθορίζεται από αυτή την ικανότητα, η πίστη είναι μια από τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκείνο που ενδιαφέρει σε σχέση με την αγάπη είναι η πίστη στη δική μας αγάπη, στην ικανότητα της να προκαλεί αγάπη στους άλλους, και στην αξιοπιστία της.

Μια άλλη έννοια της πίστης σ' ένα πρόσωπο αναφέρεται στην πίστη που έχουμε στις δυνατότητες των άλλων. Η πιο θεμελιώδης μορφή της είναι η πίστη της μάνας στο νεογέννητο παιδί της: ότι θα ζήσει, θα μεγαλώσει, θα περπατήσει, θα μιλήσει. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη γίνεται με τόση κανονικότητα ώστε η προσδοκία της να μη χρειάζεται πίστη. Αλλιώς είναι τα πράγματα με κείνες τις δυνατότητες που μπορούν ν' αποτύχουν. Η ικανότητα του παιδιού ν' αγαπήσει, να ευτυχίσει, να χρησιμοποιήσει το λογικό του, και ειδικότερα, τα καλλιτεχνικά χαρίσματα του κ.ά. Αυτά είναι σπόροι που βλασταίνουν και ωριμάζουν αν δοθούν οι κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις, και καταπνίγονται αν αυτές λείψουν.

Ίσως η πιο σημαντική από αυτές τις προϋποθέσεις είναι να έχει πίστη σ' αυτές τις δυνατότητες το σπουδαιότερο πρόσωπο στη ζωή του παιδιού. Η παρουσία αυτής της πίστης αποτελεί τη διαφορά ανάμεσα στην εκπαίδευση και στη χειραγώγηση, τη μηχανική αγωγή. Η εκπαίδευση είναι ταυτόσημη με το να βοηθάς το παιδί ν' αντιληφθεί τις δυνατότητες του. Το αντίθετο είναι η μηχανική αγωγή, που βασίζεται στην απουσία πίστης για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων και στην πεποίθηση ότι ένα παιδί θα γίνει σωστό μόνο αν οι ενήλικοι βάλουν μέσα του ότι είναι επιθυμητό και καταπιέσουν ότι φαίνεται να είναι ανεπιθύμητο. Δεν υπάρχει ανάγκη πίστης στο ρομπότ, αφού δεν υπάρχει ζωή μέσα του.

Ελευθερία – πρόβλημα ψυχολογικό;

Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Ο Φόβος Μπροστά στην Ελευθερία.
Κεφάλαιο: 1 - Ελευθερία – πρόβλημα ψυχολογικό;

(Απόσπασμα)

Εκτός από το ερώτημα τι είδους προσαρμογή συμβαίνει, θα πρέπει να δοθεί απάντηση και σε άλλα ερωτήματα: τι είναι αυτό που εξαναγκάζει τον άνθρωπο να προσαρμόζεται σε κάθε σχεδόν πιθανή συνθήκη ζωής και μέχρι ποιο σημείο εκτείνεται η προσαρμοστικότητα αυτή;

Απαντώντας σ' αυτά τα ερωτήματα, το πρώτο φαινόμενο που πρέπει να αναφερθεί είναι το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένοι τομείς στη φύση του άνθρωπου πού είναι περισσότερο ευλύγιστοι και προσαρμόσιμοι από άλλους.

Οι τάσεις και τα γνωρίσματα εκείνα του χαρακτήρα, χάρη στα όποια οι άνθρωποι διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, παρουσιάζουν μεγαλύτερη ελαστικότητα και πλαστικότητα: η αγάπη, η τάση προς καταστροφή, ο σαδισμός, η τάση υποταγής, η δίψα της εξουσίας, η αφοσίωση, η επιθυμία αυτοεπίδειξης, το πάθος του αποθησαυρισμού, η ηδονή της αισθησιακής απόλαυσης και ο φόβος της ηδυπάθειας. Αυτές και πολλές άλλες τάσεις, πού συναντώνται στον άνθρωπο, αναπτύσσονται σαν αντίδραση σε ορισμένες συνθήκες της ζωής. Δεν έχουν σημαντική υποχωρητικότητα, γιατί μια και ενσωματωθούν στον προσωπικό χαρακτήρα δεν εξαφανίζονται εύκολα ή μεταβάλλονται σε κάποια άλλη παρόρμηση. Υποχωρούν όμως με την έννοια ότι τα άτομα, ιδιαίτερα στην παιδική τους ηλικία, αισθάνονται τη μια ή την άλλη ανάγκη περισσότερο, ανάλογα με τον τρόπο ζωής στον όποιο ζουν. Καμιά απ' αυτές τις ανάγκες δεν είναι αμετάβλητη και αλύγιστη σα να ήταν σύμφυτη στην ανθρώπινη φύση, ώστε να αναπτύσσεται και να απαιτεί την ικανοποίηση της κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.

Αντίθετα από τις παραπάνω ανάγκες, υπάρχουν άλλες πού αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης και απαιτούν επιτακτικά την ικανοποίηση τους, οι ανάγκες δηλαδή εκείνες πού είναι ριζωμένες στο φυσιολογικό οργανισμό του άνθρωπου, όπως η πείνα, η δίψα, η ανάγκη του ύπνου κλπ. Για κάθε μια από αυτές τις ανάγκες υπάρχει ένα όριο, πέρα από το όποιο η μή ικανοποίησή τους δημιουργεί ανυπόφορη
κατάσταση και όταν το όριο αυτό ξεπεραστεί, η παρώθηση για την ικανοποίηση της ανάγκης παίρνει τη μορφή μιας παντοδύναμης τάσης.

Αυτές οι φυσιολογικής φύσης ανάγκες μπορούν να συνοψιστούν στην έννοια της ανάγκης για την αυτοσυντήρηση. Αυτή η ανάγκη της αυτοσυντήρησης είναι η περιοχή εκείνη της ανθρώπινης φύσης που απαιτεί ικανοποίηση σε όλες τις περιστάσεις και αποτελεί επομένως το πρωταρχικό κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σε πιο απλή διατύπωση αυτό σημαίνει: ο άνθρωπος πρέπει να φάει, να πιει, να κοιμηθεί, να προστατέψει τον εαυτό του από τους εχθρούς του κ.ο.κ.

Για να επιτύχει όλα αυτά πρέπει να εργάζεται και να παράγει. Όμως η «εργασία» δεν είναι κάτι το γενικό και το αφηρημένο. Ή εργασία είναι πάντοτε συγκεκριμένη εργασία, δηλαδή ιδιαίτερο είδος εργασίας σε ιδιαίτερο είδος οικονομικού συστήματος. Ένα άτομο μπορεί να εργάζεται σα δουλοπάροικος στο φεουδαρχικό σύστημα, σαν αγρότης - μέλος κοινότητας των Ινδιάνων Πουέμπλο, σαν ανεξάρτητος επιχειρηματίας στην καπιταλιστική κοινωνία, σαν υπάλληλος σε σύγχρονο γενικό κατάστημα, σαν εργάτης στην ατέρμονη αλυσίδα ενός μεγάλου εργοστασίου. Αυτά τα διαφορετικά είδη εργασίας απαιτούν εντελώς διαφορετικά γνωρίσματα προσωπικότητας και συνιστούν διαφορετικά είδη σχέσεων με τους άλλους. Όταν γεννιέται ο άνθρωπος, ανοίγει η αυλαία της ζωής του. Πρέπει να τρώει και να πίνει και κατά συνέπεια πρέπει να εργάζεται.

Αυτό σημαίνει πώς πρέπει να εργάζεται κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες και τους τρόπους που καθόρισε για αυτόν το είδος της κοινωνίας στην οποία γεννήθηκε. Οι δύο αυτοί παράγοντες, δηλαδή η ανάγκη να ζήσει και το κοινωνικό σύστημα, είναι κάτι που κατ' αρχήν δεν μπορεί να μεταβάλει αυτός σαν άτομο και συνιστούν τους παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών εκείνων που παρουσιάζουν μεγαλύτερη πλαστικότητα.

Έτσι ο τρόπος της ζωής, όπως καθορίζεται για το άτομο από τις ιδιομορφίες ενός οικονομικού συστήματος, αποβαίνει ο πρωταρχικός παράγοντας για τον καθορισμό της όλης δομής του χαρακτήρα του, γιατί η επιτακτική ανάγκη της αυτοσυντήρησης το υποχρεώνει να αποδέχεται τις συνθήκες κάτω από τις όποιες είναι υποχρεωμένο να ζει. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσπαθήσει, σε συνεργασία με άλλους, να επιφέρει ορισμένες οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Πρωταρχικά και κύρια όμως η προσωπικότητα του διαμορφώνεται από τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής που γνώρισε στην παιδική του ηλικία από την οικογένεια του, ο όποιος αντιπροσωπεύει όλα τα τυπικά σε μια ιδιαίτερη κοινωνία ή τάξη γνωρίσματα.


Οι φυσιολογικά διαμορφωμένες ανάγκες δεν αποτελούν τη μόνη περιοχή επιτακτικών αναγκών της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχει και μια άλλη περιοχή εξίσου επιτακτική, που δεν έχει τις ρίζες της στα σωματικά προτσές, αλλά στην ίδια την ουσία του τρόπου και της πρακτικής της ζωής του άνθρωπου: η ανάγκη να συναναστραφεί με τον εξωτερικό κόσμο, η ανάγκη να ξεφύγει τη μοναξιά. Η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς και απομόνωσης οδηγεί σε ψυχική αποσύνθεση, ακριβώς όπως η φυσική ασιτία οδηγεί στο θάνατο. Αυτός ο συγχρωτισμός με τους άλλους δεν είναι ταυτόσημος με τη φυσική επαφή.

Ένα άτομο μπορεί να είναι μόνο του με τη φυσική έννοια και μολαταύτα να συνδέεται με ιδέες, αξίες ή, το λιγότερο, με κοινωνικές μορφές που του δίνουν το αίσθημα της επικοινωνίας και της «σύνδεσης». Ενώ, έξαλλου, μπορεί να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους και να καταθλίβεται από ένα απόλυτο αίσθημα απομόνωσης, που έχει σαν αποτέλεσμα, εφόσον υπερβεί ένα ορισμένο όριο, την κατάσταση της τρέλας, στην οποία παρουσιάζονται σχιζοφρενικές διαταραχές. Αυτή την έλλειψη συγχρωτισμού με τις αξίες, τα σύμβολα και τις μορφές, μπορούμε να ονομάσουμε ηθική απομόνωση και η κατάσταση της ηθικής απομόνωσης είναι ανυπόφορη όσο και η φυσική απομόνωση ή μάλλον η φυσική απομόνωση γίνεται ανυπόφορη όταν συνοδεύεται από ηθική απομόνωση. Ό πνευματικός συγχρωτισμός με τον κόσμο μπορεί να έχει πολλές μορφές. Ό καλόγερος στο κελί του πού πιστεύει στο Θεό και ο πολιτικός κρατούμενος πού βρίσκεται σε απομόνωση και αισθάνεται πώς είναι ένα με τους συναγωνιστές του, δε βρίσκονται σε ηθική απομόνωση. Ούτε βρίσκεται και Άγγλος τζέντλεμαν πού φοράει βραδινό ένδυμα στο πιο εξωτικό
περιβάλλον, καθώς και ο μικροαστός που, μολονότι είναι βαθύτατα απομονωμένος από τους συνανθρώπους του, αισθάνεται ένα με το έθνος ή τα σύμβολα του.

Το είδος του συγχρωτισμού με τον κόσμο μπορεί να είναι ευγενικό ή ταπεινό, είναι όμως απείρως προτιμότερο να σχετίζεται κάνεις με το ταπεινότερο είδος μορφής παρά να είναι μόνος. Η θρησκεία και ο εθνικισμός, καθώς και κάθε έθιμο ή δοξασία, όσο γελοία και υποτιμητικά και αν είναι, εφόσον συνδέουν το άτομο με τους άλλους είναι καταφύγια μπροστά σε ότι φοβάται περισσότερο ο άνθρωπος : τη μοναξιά.

Ή ακαταμάχητη ανάγκη αποφυγής της ηθικής απομόνωσης περιγράφεται με μεγάλη ενάργεια άπό το Μπαλζάκ στην ακόλουθη παράγραφο από τα Βάσανα του εφευρέτη:

“Μάθε όμως ένα πράμα, τύπωσε το βαθιά στο ευκολόπλαστο ακόμα μυαλό σου: ο άνθρωπος τρομάζει μπροστά στη μοναξιά. Και απ' όλα τα είδη της μοναξιάς η ηθική μοναξιά είναι φοβερότερη. Οι πρώτοι ερημίτες ζούσαν με το Θεό, ήταν κάτοικοι τού πιο πυκνοκατοικημένου κόσμου, τού κόσμου των πνευμάτων. Πρώτη σκέψη του ανθρώπου, είτε είναι λεπρός ή αιχμάλωτος, αμαρτωλός ή ανάπηρος, είναι να έχει σύντροφο στη θλιβερή μοίρα του. Και για να ικανοποιήσει αυτή του την παρόρμηση, πού είναι η ίδια η ζωή, επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις, την ενέργεια όλης της ζωής του. Θα ήταν δυνατό να βρει α Σατανάς συντρόφους χωρίς αυτή την ακαταμάχητη επιθυμία; Πάνω σ' αυτό το έργο θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρη εποποιία, πού θα ήταν μονάχα ο πρόλογος στο Χαμένο Παράδεισο, γιατί ο Χαμένος Παράδεισος δεν είναι παρά η απολογία της ανταρσίας.”

Κάθε προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο ερώτημα γιατί ο φόβος της μοναξιάς είναι τόσο ισχυρός στον άνθρωπο θα μας απομάκρυνε από την κύρια οδό που ακολουθούμε σ' αυτό το βιβλίο. Πάντως, για να μη μείνει ο αναγνώστης με την εντύπωση πώς η ανάγκη του συγχρωτισμού με τους άλλους έχει κάποια μυστηριακή ιδιότητα, επιθυμώ να υποδείξω την κατεύθυνση προς την οποία βρίσκεται η απάντηση.

Ένα από τα σπουδαιότερα στοιχεία είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν δίχως κάποιο είδος συνεργασίας με τους άλλους. Σε κάθε πιθανή μορφή πολιτισμού είναι απαραίτητο να συνεργάζεται ο άνθρωπος με τους άλλους αν θέλει να επιζήσει, είτε για να υπερασπίσει τον εαυτό του από τους εχθρούς του και τους φυσικούς κινδύνους, είτε για να είναι σε θέση να εργαστεί και να παράγει. Ακόμη και ο Ροβινσώνας Κρούσος συνοδευόταν από τον άνθρωπο του, το Φραϊνταίυ. Χωρίς αυτόν όχι μόνο θα τρελαινόταν, αλλά και θα πέθαινε.

Κάθε πρόσωπο αισθάνεται την ανάγκη της βοήθειας των άλλων σε έντονο βαθμό σαν παιδί. Εξαιτίας αυτής της από τα πράγματα αδυναμίας του παιδιού να εκτελέσει σπουδαιότατες λειτουργίες, η επικοινωνία με τους άλλους είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για το παιδί. Η πιθανότητα να μείνει μόνο του αποτελεί αναγκαστικά την πιο σοβαρή απειλή για την όλη ύπαρξη του παιδιού.

Υπάρχει όμως κι ένα άλλο στοιχείο που καθιστά το ίδιο υποχρεωτική την ανάγκη της «σύνδεσης» : το γεγονός της υποκειμενικής αυτοσυνείδησης, της νοητικής ικανότητας με την οποία ο άνθρωπος αποκτά αυτογνωσία σαν ατομική οντότητα που διαφέρει από τη φύση και τους άλλους ανθρώπους. Μολονότι ο βαθμός της αυτογνωσίας αυτής ποικίλλει, όπως θα εκτεθεί στο επόμενο κεφάλαιο, η ύπαρξη της θέτει μπροστά στον άνθρωπο ένα πρόβλημα καθαρά ανθρώπινο : με τη γνώση του εαυτού του σαν κάτι διαφορετικό από τη φύση και τους άλλους ανθρώπους, με τη γνώση — έστω και πολύ αμυδρά — του θανάτου, της αρρώστιας, των γηρατειών, αισθάνεται αναγκαστικά το πόσο ασήμαντος και μικρός είναι
μπροστά στο σύμπαν και όλους τους άλλους που δεν είναι ο «εαυτός» του. Αν δε συνδέεται με κάτι, αν η ζωή του δεν έχει κάποιο νόημα και κάποιο σκοπό, θα αισθανόταν σαν ένα μόριο σκόνης και θα συντριβόταν από την ασημαντότητα του ατόμου του. Δε θα ήταν ικανό να συνδεθεί με κάποιο σύστημα που θα έδινε νόημα και σκοπό στη ζωή του και θα τον πλημμύριζε η αμφιβολία και η αμφιβολία αυτή θα παρέλυε με τον καιρό την ικανότητα του για δράση — δηλαδή την ικανότητά του να επιβιώσει.