Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Έχεις / Είσαι - Συζήτηση & Ανάγνωση

Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου προτείνω την ανάγνωση του προηγούμενου post:
http://reading-erich-fromm.blogspot.com/2008/12/blog-post_8966.html

Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Να Έχεις ή να Είσαι;
Κεφάλαιο: ΙΙ - Το Έχειν και το Είναι στην καθημερινή Εμπειρία
Παράγραφος: Συζήτηση & Ανάγνωση


Συζήτηση

Η διαφορά έχειν και είναι, μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή μέσα από δύο τυπικά παραδείγματα συζητήσεων. "Ας φανταστούμε μια τυπική συζήτηση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, όπου ο Α έχει τη γνώμη Χ και ο Β τη γνώμη Ψ. ο καθένας από τους δυο ταυτίζεται με τη δική του γνώμη. Αυτό που ενδιαφέρει και τους δυο είναι να βρουν καλύτερα, δηλαδή πιο λογικά επιχειρήματα, για να υποστηρίξουν τη γνώμη τους.

Κανένας από τους δύο δεν έχει τη διάθεση ν' αλλάξει τη γνώμη του αντιπάλου του. Ο καθένας από τους δύο φοβάται ν' αλλάξει τη γνώμη του, ακριβώς γιατί αυτή του ανήκει, κι επομένως η απώλεια της θα σήμαινε ένα είδος φτώχειας.

Η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική σε μια συζήτηση που δεν ξεκινά σαν αντιπαράθεση ιδεών. Και ποιος δεν έχει συναντήσει κάποιο πρόσωπο πού διακρίνεται για τη θέση ή τη φήμη του ή ακόμα για τα αληθινά του χαρίσματα; Η ακόμα ένα πρόσωπο που του ζητάμε κάτι: μια καλή δουλειά ή αγάπη ή θαυμασμό; Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι διακατέχονται από άγχος και συχνά «προετοιμάζονται» για τη σημαντική αυτή συνάντηση. Σκέφτονται θέματα που μπορεί να ενδιαφέρουν τον άλλον. Σκέφτονται από πριν πως θα μπορούσαν ν' αρχίσουν τη συζήτηση. Μερικοί μάλιστα την προσχεδιάζουν ολόκληρη τουλάχιστο σ' οτι αφορά τη δική τους συμμετοχή. Ή προσπαθούν ν' ανυψώσουν το ηθικό τους με το να σκέφτονται τα προσόντα που έχουν: τις περασμένες τους επιτυχίες, τη γοητευτική τους προσωπικότητα (ή την επιβλητική τους προσωπικότητα, αν αυτός ο ρόλος είναι πιο αποτελεσματικός), την κοινωνική τους θέση, τις σχέσεις τους, την εμφάνιση τους, το ντύσιμο τους. Με λίγα λόγια ζυγίζουν νοερά την αξία τους και βασισμένοι σ' αυτή την αξιολόγηση προβάλλουν τα προσόντα τους

Στη συζήτηση που πρόκειται να γίνει, το άτομο που είναι πολύ καλό σ' αυτό το παιχνίδι, μπορεί πραγματικά να εντυπωσιάσει πολλούς ανθρώπους, αν και η εντύπωση που δημιουργείται οφείλεται κατά ένα μέρος στην παράσταση που δίνει το άτομο, και περισσότερο στην αδυναμία κριτικής των ανθρώπων. Αν ο άνθρωπος που δίνει την παράσταση δεν είναι τόσο έξυπνος, η παράσταση θα φανεί άψυχη, ψεύτικη και ανιαρή.

Η αντίθετη περίπτωση είναι οι άνθρωποι που δεν προετοιμάζονται ν' αντιμετωπίσουν μια κατάσταση, ούτε προσπαθούν ν' ανυψώσουν τον εαυτό τους με οποιοδήποτε τρόπο. Απαντούν αυθόρμητα και παραγωγικά. Ξεχνούν τα πάντα για τον εαυτό τους, τις γνώσεις και τις θέσεις που κατέχουν. Το εγώ τους δε στέκεται εμπόδιο στο δρόμο τους, και γιαυτό ακριβώς μπορούν ν' ανταποκριθούν με πληρότητα στις ιδέες των άλλων ανθρώπων. Γεννούν νέες ιδέες, γιατί δεν είναι προσκολλημένοι σε τίποτα κι έτσι μπορούν να είναι παραγωγικοί (νοητικά). Ενώ τα άτομα με την τάση του έχειν στηρίζονται σ' αυτά που έχουν, τα άτομα με την τάση του είναι στηρίζονται σ' αυτό πού είναι: στο γεγονός ότι είναι ζωντανοί και στην πεποίθηση ότι κάτι καινούργιο θα γεννηθεί, αν έχουν το κουράγιο να προχωρήσουν και ν' ανταποκριθούν στις διάφορες καταστάσεις. Είναι ολοζώντανοι στις συζητήσεις, γιατί δεν είναι αγχωτικά προσκολλημένοι σ' αυτά πού έχουν. Η ζωντάνια τους είναι μεταδοτική και μπορεί να βοηθήσει πολλές φορές και το άλλο άτομο να ξεπεράσει την εγωκεντρικότητά του. Έτσι, η συζήτηση παύει να είναι μια απλή ανταλλαγή προϊόντων (πληροφορίες, γνώσεις, κοινωνική θέση) κι αρχίζει ένας διάλογος, όπου πια δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο. Οι μονομάχοι αρχίζουν το παιχνίδι, και μετά δεν αποχωρίζονται με θρίαμβο ή λύπη — πού και τα δύο είναι άγονα συναισθήματα - αλλά με χαρά. (ο βασικός παράγοντας σε μια ψυχαναλυτική θεραπεία είναι η ζωντάνια του θεραπευτή. Όποια κι αν είναι η ψυχαναλυτική ερμηνεία, δε θα φέρει κανένα αποτέλεσμα, αν η θεραπευτική ατμόσφαιρα είναι βαριά, άψυχη και βαρετή).







Ανάγνωση

Αυτό που ισχύει για μια συζήτηση, ισχύει επίσης και για την ανάγνωση που είναι — ή θα 'πρεπε να είναι — ένα είδος συζήτησης ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη. Βέβαια, στο διάβασμα (όπως και στην προσωπική συζήτηση), αυτός που το έργο του διαβάζω (ή αυτός που συζητάω) είναι σημαντικός. Το διάβασμα ενός άτεχνου, φτηνού διηγήματος αποτελεί ένα είδος φαντασίωσης. Δεν επιτρέπει την παραγωγική ανταπόκριση. Το κείμενο καταβροχθίζεται σαν το πρόγραμμα της τηλεόρασης ή σαν τα τσιπς πού τρώει κανείς όταν παρακολουθεί τηλεόραση. Άλλα ένα μυθιστόρημα - π.χ. του Balzac - μπορεί να διαβαστεί παραγωγικά γιατί απαιτεί εσωτερική συμμετοχή. Διαβάζεται με βάση το είναι. Τις περισσότερες όμως φορές, το βιβλίο διαβάζεται με βάση το έχειν - καταναλωτικά. Η περιέργεια των αναγνωστών καθώς προχωρούν στο διάβασμα μεγαλώνει και θέλουν να δούνε τι συμβαίνει παρακάτω στην ιστορία: αν α ήρωας ζει ή πεθαίνει, αν η ηρωίδα βιάζεται η αντιστέκεται. Θέλουν να μάθουν την απάντηση. Το διήγημα είναι γι' αυτούς ένα είδος παιχνιδιού που θα τους ερεθίσει. Το ευχάριστο ή δυσάρεστο τέλος αποτελεί το αποκορύφωμα της εμπειρίας τους. Όταν μάθουν το τέλος, τότε κατέχουν ολόκληρη την ιστορία, που τη νιώθουν τόσο πραγματική, σα να την έχουν ζήσει. Άλλα δεν έχουν με κανένα τρόπο πλατύνει τη γνώση τους. Δεν έχουν στην πραγματικότητα καταλάβει τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, ούτε έχουν εμβαθύνει στην ανθρώπινη φύση, ούτε έχουν κερδίσει καμιά γνώση για τον εαυτό τους.

Ό τρόπος αυτός ανάγνωσης είναι ίδιος ακόμα και σε βιβλία που το θέμα τους είναι φιλοσοφικό ή ιστορικό. Ό τρόπος πού διαβάζει κανείς ένα βιβλίο ιστορίας ή φιλοσοφίας διαμορφώνεται - ή καλύτερα παραμορφώνεται - από την παιδεία. Ο στόχος του σχολείου είναι να δώσει στο σπουδαστή ένα συγκεκριμένο ποσό «πολιτιστικής περιουσίας» και στο τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας βεβαιώνει ότι οι σπουδαστές έχουν τουλάχιστον αποκτησεί ένα μίνιμουμ ποσό γνώσης. Οι σπουδαστές διδάσκονται να διαβάζουν ένα βιβλίο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να επαναλάβουν τις βασικές σκέψεις του συγγραφέα. Αυτός είναι ο τρόπος που «ξέρουν» τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Descartes τον Spinoza, τον Leibniz, τον Kant, τον Heidegger, τον Sartre. Η διαφορά ανάμεσα στα διάφορα εκπαιδευτικά επίπεδα, οπό το γυμνάσιο μέχρι το πανεπιστήμιο, βρίσκεται βασικά στο ποσό της πολιτιστικής περιουσίας που παρέχεται και που αναλογεί περίπου στο ποσό της υλικής περιουσίας, που οι σπουδαστές περιμένουν ν' αποκτήσουν αργότερα στη ζωή τους.

Οι αποκαλούμενοι λαμπροί σπουδαστές είναι αυτοί που μπορούν να επαναλάβουν, με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, τα λόγια και τις σκέψεις των διαφόρων φιλοσόφων. Μοιάζουν με καλοπληροφορημένο ξεναγό σε μουσείο. Αυτό όμως που δεν μαθαίνουν είναι το τι υπάρχει πέρα απ' αυτό το είδος της κτητικής γνώσης. Δε μαθαίνουν ν' αμφισβητούν τούς φιλόσοφους, να συζητούν μαζί τους. Δε μαθαίνουν να συλλαμβάνουν τις αντιθέσεις των ίδιων των φιλοσόφων ή γιατί αυτοί δεν ασχολούνται με ορισμένα προβλήματα ή γιατί αποφεύγουν ορισμένα θέματα. Δε μαθαίνουν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στο τι ήταν καινούργιο και στο τι οι συγγραφείς αναπόφευκτα θα σκεφτόντουσαν και θα έγραφαν, σύμφωνα με την «κοινή λογική» της εποχής τους. Δε μαθαίνουν ν' ακούνε έτσι ώστε να καταλαβαίνουν πότε οι συγγραφείς μιλάνε μόνο με το μυαλό τους και πότε με το μυαλό και την καρδιά μαζί. Δε μαθαίνουν ν' ανακαλύψουν αν οι συγγραφείς είναι αυθεντικοί ή ψεύτικοι και πολλά άλλα πράγματα.

Οι αναγνώστες, όμως, που διαβάζουν ουσιαστικά ένα βιβλίο πολύ συχνά μπορεί να καταλήξουν ότι ένα πολυβραβευμένο βιβλίο δεν έχει καμιά ή έχει περιορισμένη μόνο αξία. Ή ακόμα μπορεί να έχουν καταλάβει σε βάθος ένα βιβλίο, καμιά φορά καλύτερα και από τον ίδιο το συγγραφέα, που μπορεί να θεωρούσε όλα αυτά πού έγραφε εξίσου σημαντικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου